καταρρητορεύω

καταρρητορεύω
(AM καταρρητορεύω)
νεοελλ.
επιδεικνύω πολύ μεγάλη ρητορική δεινότητα
μσν.-αρχ.
υπερισχύω έναντι κάποιου με τη ρητορεία
αρχ.
1. αγορεύω
2. απαγγέλλω κατηγορία εναντίον κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρρητορεύσει — καταρρητορεύω overcome by rhetoric aor subj act 3rd sg (epic) καταρρητορεύω overcome by rhetoric fut ind mid 2nd sg καταρρητορεύω overcome by rhetoric fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρητορεύει — καταρρητορεύω overcome by rhetoric pres ind mp 2nd sg καταρρητορεύω overcome by rhetoric pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρητορευθείς — καταρρητορεύω overcome by rhetoric aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρητορευόμενος — καταρρητορεύω overcome by rhetoric pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρητορεύειν — καταρρητορεύω overcome by rhetoric pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρητόρευσις — καταρρητόρευσις, ἡ (Α) [καταρρητορεύω] η υπερίσχυση κάποιου χάρη στη ρητορική του δεινότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”